Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΤΗ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ

Από το πολύ καλό blog του Νίκου Καλημέρη neomonastiri.net
Γεννήθηκα στο Μεγάλο Μοναστήρι της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1915 από γονείς αγρότες. Την εποχή εκείνη ο πληθυσμός του χωριού ήταν ελληνικός, και ελάχιστοι ήταν οι ξένοι. Από μικρός ήμουν ατίθασος , τριγυρνούσα παντού και δε θα ήταν υπερβολή να έλεγα ότι στο Μεγάλο Μοναστήρι δεν άφησα τόπο απάτητο... 
Θυμάμαι ότι τα χωράφια και τα βοσκοτόπια ήταν τόσα πολλά που χρειαζόταν ένα άλογο βαρβάτο και δύο ημέρες για να τα γυρίσει κάποιος περιφερειακά. Το χωριό είχε 43 χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμη γη και 86 χιλιάδες στρέμματα βοσκοτόπια. Καλλιεργούσαμε σιτάρια, καλαμπόκια, ηλιοβότανα, κεχρί, σουσάμι και είχαμε και πολλά αμπέλια. Στα βοσκοτόπια έβοσκαν χιλιάδες πρόβατα, γίδια, γελάδια και βουβάλια. Πολλοί ασχολούνταν με την συροτροφία και αρκετοί δούλευαν στο μεταλλείο σιδήρου που βρισκόταν κάτω από το χωριό. Το μεταλλείο έκλεισε το 1915 και ξανάνοιξε το 1950 και ήταν από τα καλύτερα τις Βουλγαρίας. Θυμάμαι το σπίτι μας , με τα πέντε δωμάτια, τους δύο στάβλους, και τα δύο υπόγεια στα οποία αποθηκεύαμε τα σταφύλια τα κρασιά και την αρμιά. Πολλές φορές το χειμώνα το ένα υπόγειο το χρησιμοποιούσαμε ως υπνοδωμάτιο γιατί
κρατούσε πολύ ζέστα. Η θέρμανση γινόταν με ξυλόσομπα και τα ξύλα τα φέρναμε από το κοντινό βουνό το καλέ. Στο σπίτι μέναμε δύο οικογένειες , του πατέρα μου και του αδελφού του σύνολο δώδεκα άτομα. Θυμάμαι το σχολείο, ένα διώροφο πέτρινο κτίριο με έξη τάξεις, με μεγάλο προαύλιο( άφραχτο ) και ελάχιστα δέντρα (θράψα). Κοντά στο σχολείο υπήρχαν εξωτερικές τουαλέτες και μια βρύση με δύο εξόδους που την ονομάζαμε τσεσμέ, από κει πίναμε νερό , αν και δεν ήταν το καλύτερο του χωριού. Όταν πήγα εγώ σχολείο οι περισσότεροι Μοναστηριώτες είχαν φύγει για την Ελλάδα, ελάχιστοι είχαμε μείνει, οι δάσκαλοι είχαν αντικατασταθεί από Βουλγάρους, και τα μαθήματα γινόταν στην Βουλγαρική γλώσσα. Όταν έφευγαν οι δικοί μας , σε τρεις δόσεις και σε διάστημα τριών εβδομάδων, θυμάμαι τους σλαβόφωνους που είχαν έρθει και αυτοί πρόσφυγες από την Ελλάδα , να καταλαμβάνουν τα σπίτια των Μοναστηριωτών . Στο σχολείο τα περισσότερα παιδιά ήταν σλαβόφωνα και ο μόνος που καταλάβαινε την Βουλγαρική ήμουν εγώ και πολλές φορές ήμουν ο μεταφραστής ανάμεσα στους δασκάλους και τους Έλληνες μαθητές που είχαν απομείνει. Η τάξη μου είχε 60 μαθητές και υπολογίζω ότι όλο το σχολείο είχε 350 μαθητές. Σαν σήμερα θυμάμαι όλα τα μαγαζιά τα οποία βρίσκονταν στο κέντρο του χωριού στην μία και μοναδική πλατεία. Το μαγαζί του Ζήση , του Στογιάν Ντονούδη, και του αδελφού του του Αντώνη Ντονούδη ήταν τα τρία Ελληνικά μπακάλικα, υπήρχε και ένα βουλγάρικο του Στογιάν Καραμανλή. Υπήρχε ένα μαγαζί που πούλαγε Μπουζά, ένα ποτό γλυκόπιοτο με υπόξινη γεύση το σερβίριζαν κρύο και πίνονταν από μικρούς και μεγάλους, ο ιδιοκτήτης και παρασκευαστής του λεγόταν Αναστάσιος και ήταν Έλληνας από την περιοχή τις Ανδριανούπολις. Για την κατασκευή των κάρων είχαμε τον Αραμπατζή τον Γιώργο και πεταλωτή τον Παπαδημητρίου. Ραφεία είχε ο Τερζής Γεώργιος και ο Μαμαλούδης Δήμος καθώς έραβε και η μπάμπου η Κεμάλαινα, σ' αυτούς φτιάχναμε τα σαλβάρια. Τα σαλβάρια ήταν τα παντελόνια τις εποχής , από πάνω φορούσαμε γιλέκο αμάνικο και τα τσιπούνια με μανίκι τα οποία ράβονταν και ντουλαπιάζονταν από τις γυναίκες. Για παπούτσια χρησιμοποιούσαμε όλοι τσαρούχια και τσαρχόσκυλα, καθώς και τα μπιάλια(υφασμάτινα). Τα καλά μπιάλια έπρεπε να τα ντουλαπιάσεις δηλαδή να τα ισιάσεις και αυτό γινόταν στα μαντάνια, υπήρχαν και τα δίμτα , δηλαδή μπιάλια που δεν είχαν περάσει από τα μαντάνια και φαίνονταν οι ραφές. Αυτά δένονταν με τσαρχόσκοινα τα οποία γίνονταν από τραγίσιο μαύρο μαλλί. Στο κεφάλι φορούσαμε το καλπάκι , και το καλοκαίρι βάζαμε κάτω από αυτό ένα πεσκίρι( μαντήλι), για να κρατάει δροσιά. Σαν μικρός που ήμουν , θυμάμαι τα παιχνίδια που παίζαμε. Ο τσιαρτμάς, φκιάχναμε ένα τρίποδα από ξύλα και από απόσταση 20-30 μέτρα προσπαθούσαμε με βέργες να τα σκοπεύσουμε και να τα ρίξουμε στο έδαφος, νικητής αυτός που κατάφερνε να ρίξει τον τρίποδα. Ο πούπλιακας , παραπλήσιο παιχνίδι με τον τσιαρτμά μόνο που την θέση του τρίποδα αντικαθιστούσε ένα ξύλο ,μόνο του. Ο μπήλιος παιχνίδι και πάλι με θέμα την σκόπευση, μόνο που την θέση των ξύλων την έπαιρναν οι πέτρες. Γκζιουνάκι και αουνάκι , παιχνίδια με το τόπι (από ύφασμα). Στο γτζιουνάκι φτιάχναμε τρύπες στο έδαφος κατά μία λιγότερες από τους παίκτες , όλοι κρατούσαμε από μία βέργα που η μύτη της πατούσε στην τρύπα , κάποιος όμως δεν είχε τρύπα , την ώρα που κάποιος χτυπούσε το τόπι αυτός προσπαθούσε να βάλει την βέργα του στην άδεια τρύπα. Στο αουνάκι ορίζονταν μια περιοχή , ένα αλώνι δηλαδή στο οποίο όλοι οι παίχτες ήταν μέσα σε αυτό εκτός από έναν που βρίσκονταν από έξω με το τόπι και τους αόνιζε, γύριζε με το τόπι προσπαθώντας να χτυπήσει κάποιον από τους μέσα. Τα κορίτσια έπαιζαν ένα παιχνίδι που λέγονταν γούτρινη, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να σας περιγράψω το πώς παιζόταν. Θυμάμαι ότι μέσα από το χωριό περνούσε ένα ποταμάκι που το λέγαμε ρυάκι, κοντά ήταν το σχολείο και η βρύση τσεσμές, άλλες βρύσες μέσα στο χωριό ήταν η Τσιουβγά Τσεσμές και κοντά στην εκκλησία, τις Καλογριάς ο τσεσμές. Έξω από το χωριό, του Μπάκατε τον τσεσμέ( το όνομα το πήρε από μία οικογένεια τους Μπακατάδες) και ο Αραγκόζια τσεσμές . Από πηγάδια είχαμε του Αραμπατζή το πηγάδι, όπου υπήρχε ένα δέντρο μεγάλο(Ως το 1980 που επισκέφθηκα το χωριό υπήρχε ακόμα), και του Ντόλη το πηγάδι. Πάνω από το χωριό υπήρχε στην κορυφή με το όνομα Καλές αρχαίο κάστρο , εκεί υπήρχε και ο Άγιος Αθανάσιος, όπου την δεύτερη μέρα του Πάσχα γινόταν πανηγύρι και το κουρμπάνι. Οι παλιοί μας έλεγαν ότι κάθε χρόνο για το κουρμπάνι κατέβαινε ουρανοκατέβατο ένα ελάφι το οποίο κάθε χρόνο το έσφαζαν και έκαναν το κουρμπάνι, μια χρονιά δεν κατάφεραν να το πιάσουν και από τότε δεν ξανάλθε, έτσι αντικαταστάθηκε με μπουγά. Πάνω από το χωριό υπήρχε η τοποθεσία Τρανή Πέτρα, τρεις θεόρατη βράχοι που από πάνω τους αγνάντευες όλον τον κάμπο. Δυτικά του χωριού υπήρχε ένας βράχος που ονομαζόταν «πέτρα σμπουριάζει», εκεί έλεγαν οι παλιοί ότι ανέβηκε στην πέτρα ένα κορίτσι και πετάχτηκε ένα φίδι και ήθελε να την φάει. Το κορίτσι άρχισε να τραγουδάει: «άνοιξε πέτρα πάρε με να μην με φάει το φίδι». Άνοιξε η πέτρα και έσκισε στα δύο χωρίζοντας το φίδι από την κοπέλα , από τότε έμεινε σχισμένος ο βράχος, και προκαλεί αντίλαλο, έτσι ονομάστηκε η πέτρα που σμπουριάζει (η πέτρα που μιλά). Κοντά στην πέτρα υπήρχε η βρύση με το καλύτερο νερό και λεγόταν Βατσινιά, ενώ λίγο πιο πέρα του Παπανώλη ο τσεσμές. Στον δρόμο προς το Καβακλί και βγαίνοντας από το χωριό συναντούσες του Ντούφ τα πηγάδια, όπου υπήρχαν ανάβρες πολλές, λίγο πιο κάτω η περιοχή τις Τούμπας , προχωρώντας έβρισκες την θέση Στενούρα (στένευε ο δρόμος), μετά η περιοχή του κάμπου. Αριστερά του κάμπου λέγονταν η περιοχή Μπαστάς και υπήρχε δάσος, ενώ δεξιά ήταν τα Καραμαντρίνια. Στην συνέχεια του δρόμου προς Καβακλί αντάμωνες το ποτάμι που ήταν και τα σύνορα Καβακλίου-Μοναστηρίου και έβρισκες το μύλο του Πασιά και τον μύλο του Μτεμίρ. Στο δρόμο προς το Τσεκούρκιοι , υπήρχαν τα καλλιεργήσιμα κτήματα και η περιοχή λεγόταν Μπαμπί Ντούμπα, στην συνέχεια έβρισκες τα Μνημόρια (περιοχή με αμπελώνες), εκεί έβρισκες Και το μύλο του Καραγιώργη. Προς ανατολικά του χωριού πηγαίνοντας στο Αλασμανί η περιοχή λεγόταν Ξυλάς και ήταν περιοχή χωραφιών, εκεί αντάμωνες και την βρύση Πόρος. Προς τα δυτικά στον δρόμο για το Ίντζοβο, η πρώτη περιοχή μετά το χωριό λεγόταν Βατσινιά , μετά αντάμωνες του Ντιλιμότσιο τον όχθο (το όνομα προήλθε από τον ντιλιμότσιο που έβοσκε τα πρόβατα εκεί όταν επιτέθηκε λύκος, αυτός κυνήγησε τον λύκο που βρίσκοντας αδιέξοδο πήδηξε τον όχθο, από πίσω πήδηξε και ο ντιλιμότσιος αρπάζοντας τον λύκο από την ουρά με το πέσιμο στην άλλη όχθη βρήκε τον λύκο με σπασμένο πόδι, τελικά ο λύκος κατάφερε και ξέφυγε αλλά η τοποθεσία πήρε το όνομα του Ντιλιμότσιου). Στην συνέχεια του δρόμου προς το Ίντζοβο έβρισκες τη θέση Μαχιά (δάσος) και το μεταλλείο του σιδήρου. Θυμάμαι ακόμα ότι χρέη γιατρού πρακτικού έκανε ο Παπαϊωάννου Μιχάλης η Αυγερινός που στον πόλεμο του 1912-13 εργάστηκε σε Γερμανικό νοσοκομείο και έμαθε αρκετά πράγματα, σ αυτόν χρωστάω την ζωή μου όταν μικρό με έπιασε ελονοσία. Η μαμή του χωριού ήταν η γιαγιά η Τσόλαινα και αργότερα η γιαγιά Γιαλαμούδη. Τελευταία θυμάμαι το πώς φύγαμε , έπρεπε να πάμε στην Στάρα Ζαγόρα για να πάρουμε τραίνο να μας μεταφέρει στην Ελλάδα, ο γείτονας που θα μας μετέφερε απουσίαζε και έτσι πήραμε το κάρο με τα χέρια εγώ και τα αδέλφια μου και το πήγαμε στο σπίτι, φορτώσαμε όλα τα υπάρχοντα μας και αφήσαμε μόνο τα σκεπάσματα για να κοιμηθούμε το βράδυ, ο πατέρας μου απουσίαζε (δεν ήθελε να φύγει με τίποτα), όταν επέστρεψε άρχισε να τραβάει τα μαλλιά του και να χτυπιέται , έκλαιγε παρακάλαγε την μάνα μου να μείνουμε, αλλά η απόφαση είχε παρθεί από όλους μας, το πρωί βρεθήκαμε στο τραίνο , σε ένα μήνα ,μέναμε σε διάφορα μέρη , φθάσαμε στην Θεσσαλονίκη, μια εβδομάδα κάναμε για να αποφασίσουμε που θα εγκατασταθούμε , τελικά φθάσαμε στο Νέο Μοναστήρι.
επιμέλεια: Καλημέρης Νικόλαος
πηγή: www.neomonastiri.net

Δεν υπάρχουν σχόλια: